διαπαρθενεύω

διαπαρθενεύω
μετ. лишать девственности

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "διαπαρθενεύω" в других словарях:

  • διαπαρθενεύω — pres subj act 1st sg διαπαρθενεύω pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαπαρθενεύω — (Α διαπαρθενεύω) διακορεύω, ξεπαρθενεύω …   Dictionary of Greek

  • διαπαρθενεύει — διαπαρθενεύω pres ind mp 2nd sg διαπαρθενεύω pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαπεπαρθενευκότα — διαπαρθενεύω perf part act neut nom/voc/acc pl διαπαρθενεύω perf part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαπεπαρθενευμέναι — διαπαρθενεύω perf part mp fem nom/voc pl διαπεπαρθενευμένᾱͅ , διαπαρθενεύω perf part mp fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαπεπαρθενεῦσθαι — διαπαρθενεύω perf inf mp διαπαρθενεύω perf inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαπαρθενευθεῖσα — διαπαρθενεύω aor part pass fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαπαρθενευθεῖσαν — διαπαρθενεύω aor part pass fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαπαρθενευθῆναι — διαπαρθενεύω aor inf pass …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαπαρθενευομένην — διαπαρθενεύω pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαπαρθενευέτω — διαπαρθενεύω pres imperat act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»